ιλυόεις

ιλυόεις
εσσα , εν см. ιλυώδης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιλυόεις" в других словарях:

  • ιλυόεις — ἰλυόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + κατάλ. οεις (πρβλ. αλγιν όεις, διακρυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ἰλυόεις — muddy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντα — ἰλυόεις muddy neut nom/voc/acc pl ἰλυόεις muddy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυοέσσης — ἰλυόεις muddy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυοέσσῃ — ἰλυόεις muddy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντες — ἰλυόεις muddy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντι — ἰλυόεις muddy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεντος — ἰλυόεις muddy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεσσα — ἰλυόεις muddy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλυόεσσαν — ἰλυόεις muddy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»